νεφροπάθεια

νεφροπάθεια
η
γενική ονομασία τών παθήσεων τών νεφρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephropathy (< νεφρ[ο]-* + -πάθεια < -παθής < πάσχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεφροπάθεια — η αρρώστια των νεφρών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεφρ(ο)- — α συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”